anafandon

Name:
Location: Αθήνα, Greece

Αναζήτησα το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου (όπως εγώ το φαντάζομαι) και το βρήκα στο blog! So simple! Αυτά! Δεν χρειάζονται περισσότερα...

Monday, July 30, 2007

Μια ιστορία

«Σήμερα αποφάσισα να πω μια ιστορία. Ίσως απ’ αυτές τις χιλιάδες που έχουμε ακούσει κατά καιρούς για ξεχασμένες πολιτείες και εγκαταλελειμμένα σπίτια. Θα μπορούσε να γίνει και ταινία. Στον κινηματογράφο. Ίσως και σίριαλ στην τηλεόραση. Μπα! Καλύτερα στον κινηματογράφο. Έχει καλύτερη λάμψη και διαρκεί λιγότερο. Γιατί τις μεγάλες ιστορίες πρέπει να τις λες σε μικρό χρονικό περιθώριο. Ειδικά αυτές που πονάνε.
Η δικιά μου ιστορία διαφέρει απ’ τις υπόλοιπες. Δεν έχει φαντάσματα, δεν έχει σεκάνς ούτε πανοραμικές λήψεις και ζουμαρίσματα. Είναι μια απλή ιστορία. Έχει ψηλά άγρια χόρτα, μάλλον τσουκνίδες, γιατί κάθε φορά που το σκέφτομαι με πιάνει κνησμός και αρχίζει το σώμα μου να παραλύει. Έχει και κάτι μπάζα χωμένα στα χόρτα απ’ την τελευταία φορά που ο κύριος Κώστας έφτιαξε την αποθήκη ειδική παραγγελία απ’ τον μπαμπά.
Η τελευταία φορά που είδα το σπίτι της οδού «Ηρακλέους» ήταν τον Απρίλιο του 1996. Για όλους ήταν μια συνηθισμένη μέρα του Απριλίου. Είχε πιάσει ψιλή βροχή και ο κόσμος με βαριά καρδιά ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το καθημερινό ταξίδι για τον άρτον τον επιούσιον. Και πάντα οι ίδιες εικόνες: Ο κυρ Γιώργος κορνάρει στην κυρία Δέσποινα ότι έχουν αργήσει κι αυτή φωνάζει πως κατεβαίνει. Η Μαρία με ένα κρουασάν στο ένα χέρι, περιμένει τον ανελκυστήρα να κατέβει, γιατί που να κατέβεις 30 σκαλιά με το ψηλοτάκουνο. Ο Πετράκης κατεβαίνει δυο – δυο τα σκαλιά έτοιμος να πάει στο σχολείο και η μητέρα του (πάντα ξεχνάω τ’ όνομά της) του κάνει παρατήρηση πως θα πέσει.
Και ανάμεσα σ’ όλους αυτούς εγώ. Στη γαλήνη. Ανάβω τσιγάρο φτιάχνω γαλλικό καφέ, για να ξεχάσω την καταγωγή μου, και κάθομαι στο μπαλκόνι για να διαβάσω ξανά την 254η σελίδα του βιβλίου της Τζόαν Χόμπσον «Ενός λεπτού σιγή» που διένειμε δωρεάν μια εφημερίδα:
«- Προσπάθησε.
- Δεν μπορώ
- Μπορείς.
- Μα είναι πάνω από τις δυνάμεις μου.
- Πάνω από μας είναι μόνο Αυτός. Και σταμάτα την γκρίνια. Η ζωή είναι για αυτούς που προσπαθούν για την ελευθερία τους και όχι γι’ αυτούς που τα αφήνουν όλα στην μοίρα τους.»
Ποτέ στη ζωή μου δεν κατάλαβα τη σχέση της μοίρας με την ελευθερία. Ίσως η μοίρα πολλές φορές είναι αυτή που στερεί την ελευθερία μας.
Πάντα ήξερα πως όταν τελειώσω τη σελίδα θα κτυπήσει το τηλέφωνο. Ο γιατρός Γεωργίου είναι πάντα συνεπής. Ποτέ του δεν αργεί. Και αυτή τη φορά ήξερε πως αν αργήσει θα σήμαινε πως τα αποτελέσματα των εξετάσεων επιβεβαίωναν τις φοβίες του πως έχω λευχαιμία. Αν πάλι το τηλέφωνο κτυπούσε πιο νωρίς, ήξερα πως θα ‘μου ‘λεγε ψέματα.
Κι όμως ήταν στην ώρα του. Και πάντα γλαφυρός και με την ίδια πάντα φωνή χωρίς χρωματισμούς και συναισθηματισμούς. Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Έκλεισα το τηλέφωνο και ακούμπησα το σώμα μου στο μπαλκόνι.
Πλέον, ήξερα πως η ζωή είχε πάρει το δρόμο της. Αυτόν που έχει πάντα ένα τέλος και που μπορείς να το διακρίνεις κι από την πιο επικίνδυνη στροφή. Απλά τώρα θα ήταν διαφορετικά. Ήθελα εγώ να την προλάβω. Και ξεκίνησα τον αγώνα. Να την προλάβω.»

Η Φιλιώ Τριανταφύλλου έφυγε από τη ζωή στα 28 της χρόνια από λευχαιμία. Το απόσπασμα είναι από το προσωπικό της ημερολόγιο - βιβλίο που η ίδια ονόμασε  «Πολεμώντας το σκοτάδι» που έμεινε ατέλειωτο και δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.
Γιατί πολλές φορές τα γραπτά που μένουν στο ράφι των άγνωστων συγγραφέων είναι πιο αληθινά κι από το πιο πολυβραβευμένο μυθιστόρημα.