anafandon

Name:
Location: Αθήνα, Greece

Αναζήτησα το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου (όπως εγώ το φαντάζομαι) και το βρήκα στο blog! So simple! Αυτά! Δεν χρειάζονται περισσότερα...

Friday, May 02, 2008

Μάριος Τόκας: «Παρέα μ’ έναν ήλιο»



Γι’ αυτό το κείμενο, ήθελα να κοπάσει κάπως ο θόρυβος. Να νιώσω και γω πιο ήρεμος, να πω δυο λόγια, αφού θα ‘χουν σταματήσει οι τηλεοπτικές κάμερες και οι φανφάρες. Έτσι, όπως του αξίζει. Κι έτσι όπως ο ίδιος θα ήθελε. Μιλάω φυσικά για τον Μάριο Τόκα που έφυγε πρόωρα σε ηλικία μόλις 54 ετών από την επάρατη νόσο.
Ήτανε Δεκέμβριος του 2005. Είχα κάνει ένα ταξίδι στη Λάρισα. Μην φανταστείτε. Δεν ήταν επαγγελματικό. Εκεί, είχα ακούσει τον Μάριο Τόκα ζωντανά, στα «Τραγούδια της παρέας» με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα συναυλία του Μάριου Τόκα. Η Μ. έγραφε τότε τραγούδια και με πείθει να πάμε να τον γνωρίσουμε, να την συμβουλεύσει. Ναι, το «συμβουλεύσει» στις μέρες μας, είναι η ευκαιρία που ψάχνουν οι τραγουδιστές και όσοι γράφουν μουσική για να κάνουν καριέρα.
Τον πλησιάζουμε στο τέλος της συναυλίας και μας καλωσορίζει με χαμόγελο. Βρίσκουμε δυο άσπρες πλαστικές καρέκλες, απ’ αυτές που έχουν στα πανηγύρια και καθόμαστε. Μας αποβάλλει, μεμιάς, το άγχος με την ηρεμία του και δημιουργεί παρεΐστικο κλίμα με την απλότητά του. Τον πιάνουμε στην κουβέντα και αρχίζει να μας μιλάει με δυσκολία. Γρήγορα όμως, θα ξεγυμνωθεί μπροστά μας με τις εμπειρίες του απ’ τη μουσική κι απ’ τη ζωή. Αν και γι’ αυτόν, αυτά τα δύο ήταν ένα.
Δεν περίμενα ποτέ πως θα μίλαγα με ένα συνθέτη για περισσότερο από μία ώρα! Τον ρωτάμε για τα έργα του, για τα τραγούδια, τις εμπειρίες, την έμπνευση. Προσπαθώ όση ώρα θα κρατήσει αυτό το ταξίδι μαζί του, να απορροφήσω όλες τις εμπειρίες και τις γνώσεις του.
Στην αρχή, είχαμε κάνει όλες αυτές τις άθλιες ερωτήσεις που κάνουν οι δημοσιογράφοι του στυλ «πως παραμένεις τόσο απλός». Μας απαντάει, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, πως αφέθηκε να τον παρασύρει το τραγούδι, ενώ τα φώτα, θα προσθέσει, έχουν τόση λάμψη που πολλές φορές σε τυφλώνουν γι’ αυτό καλό είναι να μένεις μακριά τους.
Η Μ. τον ρωτάει για τα τραγούδια και την σύνθεση. Εγώ, αρκούμαι στην ιστορία των τραγουδιών και τις επιτυχίες του. «Περίεργο πράγμα η επιτυχία», μας λέει. «Λέμε: «Αυτό, Θεέ μου, και δε θέμε τίποτ’ άλλο». Κι έρχεται «αυτό» και θέμε κι άλλο». Του λέω πως αυτό δεν είναι δικό του, αλλά του ποιητή Κώστα Μόντη και ξαφνιάζεται ευχάριστα.
Του είπα πως λατρεύω τον Μόντη και η συζήτηση αλλάζει ρότα. Μου αφηγείται την πρώτη φορά που τον συνάντησε, τα ποιήματα του που μελοποίησε και για τον θάνατό του (ο κύπριος ποιητής, Κώστας Μόντης, που χαρακτηρίστηκε ως ο πιο σωκρατικός ποιητής που γέννησε ο σύγχρονος ελληνισμός, πέθανε το 2004).
Σιγά - σιγά η κουβέντα φτάνει στην Κύπρο. Θυμάται όσα έζησε την ημέρα της εισβολής και προσπαθεί να κρατηθεί ψύχραιμος. «Οι Τούρκοι, την επιχείρηση την είπαν ειρηνευτική», μας λέει, για να συμπληρώσει «ένας Θεός το ξέρει κι εμείς, πόσο ειρηνευτική ήταν». Ο κόμπος στον λαιμό που μας πιάνει, παγώνει την ατμόσφαιρα.
Εκεί, καταλάβαμε πως για όσους ζουν στην Ελλάδα, είναι ένας σημαντικός συνθέτης που έγραψε πολλές επιτυχίες για τη Γαλάνη, την Αλεξίου, τον Πάριο, τον Μητροπάνο, την Κούκα, την Κωνσταντίνα, τον Καλογιάννη, τον Μητσιά, τον Τερζή. «Τα Λαδάδικα», «Αννούλα του χιονιά», «Δίδυμα φεγγάρια», «Εξαρτάται», «Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη», «Κι όλο εγώ περίμενα», «Μια στάση εδώ», «Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη», «Κιφ» κ.α.
Για τους Κυπρίους ήταν και είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Ήταν ο άνθρωπος που ύμνησε την πατρίδα του, που πάλεψε γι’ αυτήν ακόμη και με την μουσική του. Οι στίχοι του Μόντη Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου και της τουρκοκύπριας Νεσιέ Γιασίν, Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ, που μελοποίησε, γίνονται σημαία του κυπριακού λαού.
Μας είπε κι άλλα. Αλλά θα σταματήσω μέχρι εδώ, γιατί τα άλλα ήταν δική μας υπόθεση. Ανάμεσα σε μας και σε αυτόν. Πριν φύγουμε τον ευχαριστήσαμε για όσα μοιράστηκε μαζί μας και για τα τραγούδια που άφησε πίσω του. Αν μπορούσα θα το έκανα και τώρα. Αλλά, θα έλεγα κι ευχαριστώ σε έναν άνθρωπο που δεν άφησε τον χρόνο να τον παρασύρει, ούτε τα ψεύτικα της εποχής και παρέμεινε αλώβητος μέχρι το τέλος.
«Ήταν καρδιά αυτή να σταματήσει;» που θα ‘λεγε κι ο Μόντης…